συνοπαδός

συνοπαδός
-όν, ΜΑ, και αττ. τ. ξυνοπαδός και ιων. τ. συνοπηδός, Α [ὀπαδός]
1. αυτός που συνοδεύει κάποιον, ακόλουθος («ψυχὴ θεῷ ξυνοπαδὸς γενομένη», Πλάτ.)
2. σύντροφος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνοπαδός — συνοπᾱδός , συνοπαδός following along with masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοπάων — ονος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) συνοπαδός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀπάων «σύντροφος, οπαδός»] …   Dictionary of Greek

  • συνοπαδώ — έω, Μ [συνοπαδός] είμαι πιστός οπαδός κάποιου …   Dictionary of Greek

  • ξυνοπαδός — συνοπᾱδός , συνοπαδός following along with masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοπαδοῖς — συνοπᾱδοῖς , συνοπαδός following along with masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοπαδοί — συνοπᾱδοί , συνοπαδός following along with masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοπαδούς — συνοπᾱδούς , συνοπαδός following along with masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοπαδῶν — συνοπᾱδῶν , συνοπαδός following along with masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοπαδόν — συνοπᾱδόν , συνοπαδός following along with masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”